- χαλκοκώδων
- χαλκο-κώδων, ωνος, ὁ, ἡ,A brazen-mouthed,
σάλπιγξ B.17.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάλπιγξ B.17.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκοκώδων — brazen mouthed masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοκώδων — ωνος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για μουσ. όργανο) χαλκόστομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κώδων] … Dictionary of Greek
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek